- πόσιμος
- -η, -ο / πόσιμον, -ον, ΝΜΑ, και πότιμος, Α(για υγρά και κυρίως για νερό) αυτός που πίνεται, ο κατάλληλος να τόν πιει κανείς (α. «πόσιμο νερό» β. «τὰ πότιμα ὕδατα»)αρχ.(ο τ. πότιμος)1. (για καρπό) εύγευστος («καρποὶ γλυκεῑς καὶ πότιμοι», Θεόφρ.)2. (για συμπόσιο) ευχάριστος, αυτός που ευχαριστεί τους καλεσμένους3. (για έννοιες) εύληπτος4. (για δόγμα, θεωρία) αυτός που εύκολα γίνεται παραδεκτός5. (για πρόσ.) ευχάριστος, κοινωνικός6. (για τόπο) ποτιστικός, αρδευόμενος7. (για λίθο) πορώδης8. μτφ. εύκολος, μη δυσχερής9. το αρσ. ως ουσ. ὁ πότιμοςο δευτερίας* οίνος10. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πότιματα πόσιμα νερά11. φρ. α) «κρήνη πότιμος» — πηγή με πόσιμο νερόβ) «λόγος πότιμος» — ευάρεστος, καλόδεχτος λόγος.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πόσ-ιμος < πόσις + κατάλ. -ιμος, ενώ το επίθ. πότ-ιμος < πότος].
Dictionary of Greek. 2013.